δημαγωγικῶς

δημαγωγικῶς
δημαγωγικός
fit for or like a demagogue
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημαγωγικώς — επίρρ. βλ. δημαγωγικός …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγικός — ή, ό (AM δημαγωγικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημαγωγό, ο κατάλληλος, ο χρήσιμος για δημαγωγία 2. (για προσ.) αυτός που μεταχειρίζεται δημαγωγικές μεθόδους, ο ικανός να δημαγωγεί αρχ. 1. (για χορευτή) ο λαοφιλής, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”